- αβυθομέτρητος
- -η, -οεκείνος που το βάθος του δε μετρήθηκε: Η θάλασσα σε πολλά σημεία ήταν αβυθομέτρητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβόλιστος — η, ο [βολίζω] αβολιδοσκόπητος, αβυθομέτρητος … Dictionary of Greek